Η σημασία της ανακαλυπτικής μάθησης στην εκπαιδευτική πράξη
Κάθε έθνος, μέσα στη διαδρομή των αιώνων, έχει ένα χρέος: να προσφέρει τις πνευματικές και ηθικές του δυνάμεις στην προαγωγή του πολιτισμού της ανθρωπότητας.
Για την επιδίωξη του θεμελιακού αυτού σκοπού, ορισμένα έθνη έχουν αυξημένες ευθύνες. Είναι εκείνα που οι ιστορικές συγκυρίες και η θεία δωρεά, τα προίκισαν με ξεχωριστά ηθικοπνευματικά χαρίσματα.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους προικισμένους λαούς, πιστεύω ακράδαντα ότι συγκαταλέγεται και ο ελληνικός. Όμως, πώς μπορεί και πώς οφείλει να εκπληρώσει αυτό το χρέος του;
Η συμβολή της Ελλάδας στο παρελθόν, δεν είναι ανάγκη να εξαρθεί. Το ερώτημα εστιάζεται στο μέλλον, στη συμβολή της μικρής και φτωχής Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο.
Όσον αφορά στις πολιτικές και τεχνικές εξελίξεις της Οικουμένης, τα όρια επιρροής της Ελλάδας είναι στενά. Αντιθέτως, στο χώρο του πνεύματος, εκεί όπου τα υλικά μέσα δε χρειάζονται, παρά μόνο ο καθαρός λόγος, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να καταστήσει αξιόλογη την προσφορά της.
Εκεί καλείται ο σύγχρονος ελληνισμός να διεξαγάγει τον ιστορικό του αγώνα. Και να ρίξει, κατά κύριο λόγο, στην παιδεία, όσες υλικές και ηθικές δυνάμεις διαθέτει. Και, πρώτα, στη σχολική παιδεία.
«Αν διδάσκουμε σήμερα όπως χθες, στερούμε από τα παιδιά μας το αύριο», σύμφωνα με τον Αμερικανό φιλόσοφο και παιδαγωγό, Τζων Ντιούυ. Γιατί, πράγματι, η διδασκαλία, πέρα από επιστημονική-παιδαγωγική και διδακτική γνώση, προϋποθέτει μια αρμονική σύνθεση από διαδοχικές επιλογές, ανάμεσα σε διάφορες προσφερόμενες διαδρομές, μέσα στο διαρκώς μορφοποιούμενο διδακτικό τοπίο. Είναι μια δημιουργική διαδικασία, σύνθεση: επιστήμης, τέχνης και τεχνικής.
Άλλωστε:
- οι ραγδαίες εξελίξεις στον τεχνολογικό τομέα,
- η ολοένα αυξανόμενη μορφωτική επίδραση εξωσχολικών εστιών μάθησης,
- η σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, και
- η ανάγκη επιτυχούς ενσωμάτωσης αλλοδαπών μαθητών ή παιδιών με ειδικές ανάγκες, στην καθημερινή σχολική πρακτική,
- μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βρίσκουν, συγκεντρώνουν, αναπαριστούν και μεταφέρουν τις πληροφορίες
- μπορούν να ανοίξουν ένα παράθυρο στη γνώση
- μπορούν να δημιουργήσουν ευχάριστα περιβάλλοντα μάθησης, συνεργασίας και δημιουργίας μεταξύ μαθητών αλλά και μεταξύ μαθητών και δασκάλων
- να τους προσφέρει ευκαιρίες απόκτησης δεξιοτήτων
- να προάγει μια ενδιάθετη τάση αναζήτησης, ενθαρρύνοντάς τους να γίνουν αυτόνομοι και αυτοπροωθούμενοι στοχαστές
- να δημιουργεί τους προβληματισμούς και τα ερωτήματα που θα τους ωθήσουν στην ανακάλυψη της γνώσης.
- Η ανακαλυπτική – διερευνητική μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί σε μαθητές κάθε ηλικίας, υποδομής και δυνατοτήτων
- Η συγκίνηση της ανακάλυψης αποτελεί ισχυρό κίνητρο και ουσιαστική ανταμοιβή για τη δημιουργική εργασία του μαθητή
- Η μάθηση πρέπει να παρακινείται από το ενδιαφέρον στο υλικό, παρά από τις επιβραβεύσεις ή τιμωρίες
- Το σχολείο πρέπει να συνεισφέρει στην κοινωνική και συναισθηματική αγωγή του παιδιού και να ενισχύει τις ικανότητές του «να μαθαίνει πώς να μαθαίνει»
- Οι νέες γνώσεις οικοδομούνται πάνω στις προηγούμενες εμπειρίες, είναι βαθείς, ουσιαστικές και όχι επιφανειακές και επιπόλαιες.
- Ο δάσκαλος έχει υποστηρικτικό, καθοδηγητικό και συμβουλευτικό ρόλο στις δραστηριότητες των μαθητών.
- Έργο του δασκάλου είναι η διαμόρφωση και προσφορά περιβάλλοντος πλούσιου σε γνωστικά ερεθίσματα και η ενθάρρυνση των μαθητών να ενεργοποιήσουν τις στοχαστικές τους δυνάμεις για να διερευνήσουν, να ανακαλύψουν και να οικοδομήσουν νέες γνώσεις.
- Ο διδασκόμενος έχει ενεργητικό ρόλο στην οικοδόμηση της γνώσης, αφού κατευθύνει ο ίδιος τη μάθησή του με τις δικές του πρωτοβουλίες, τη δική του ισχύ και το δικό του τρόπο. Έτσι, αναπτύσσει την κριτική και δημιουργική σκέψη του,
καθιστούν επιτακτική την ανάγκη ενός εκσυγχρονισμένου εκπαιδευτικού συστήματος, με την αξιοποίηση νέων δυνατοτήτων στο πεδίο της Διδακτικής.
Τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει έντονη συζήτηση στη χώρα μας για τα οφέλη που μπορεί να προσκομίσει η εισαγωγή και αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και Επικοινωνίας στην εκπαιδευτική-διδακτική διαδικασία.
Μεταξύ αυτών που επισημαίνονται είναι ότι:
Εξίσου ευεργετικά αποτελέσματα για τους μαθητές έχει αποδειχτεί ότι έχει η μέθοδος project, μια σύνθετη μορφή διδασκαλίας, μάθησης και έρευνας με κύρια χαρακτηριστικά την πρωτοβουλία των μαθητών, την αυτονομία και την αυτενέργειά τους, τη σύνδεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, την ομαδική δράση και τη συμμετοχή όλων στη διδακτική διαδικασία που συνεισφέρει τα μέγιστα τόσο στο γνωστικό όσο και στο συναισθηματικό τομέα ανάπτυξης των μαθητών.
Βέβαια, η εισαγωγή των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και Επικοινωνίας στην εκπαίδευση καθώς και άλλων καινοτόμων παιδαγωγικών τεχνικών και διδακτικών μεθόδων, όπως η βιωματική μάθηση, η αξιοποίηση της δυναμικής της ομάδας, η έρευνα, η μέθοδος project, η πειραματική διαδικασία, το παιχνίδι ρόλων κ.ο.κ, δε γίνεται σε θεωρητικό κενό. Πίσω από την οποιαδήποτε μορφή αξιοποίησης και χρήσης τους, υπάρχουν υποκείμενες θεωρίες μάθησης και δραστικές διδακτικές τεχνικές.
Υπάρχει η θεωρία του «συμπεριφορισμού» («μπηχεβιορισμού»), με την οποία επιδιώκεται η εφαρμογή κατάλληλων διδακτικών μεθόδων που θα οδηγήσει σε επιθυμητά μαθησιακά αποτελέσματα.
Υπάρχει ο «εποικοδομισμός» («κονστρουκτιβισμός») του πολυγραφότατου γενετικού επιστημολόγου, Ζαν Πιαζέ, που θεωρεί ότι, ο κάθε μαθητής, μέσα σε περιβάλλον πλούσιο σε ποικίλα εξωτερικά ερεθίσματα, κατασκευάζει την κατανόηση ενεργητικά, με το δικό του τρόπο και δεν αποτελεί έναν παθητικό δέκτη γνώσεων και πληροφοριών. Για τη σχολική μάθηση απαιτείται η ενεργητική συμμετοχή του μαθητή, επομένως, πρωταρχικό μέλημα του σχολείου είναι η δράση, η ενίσχυση της αυτενέργειας.
Στο πλαίσιο της «εποικοδομιστικής» προσέγγισης, εντάσσεται και το κίνημα της «ανακαλυπτικής» ή «διερευνητικής» μάθησης (discoverylearning). Εισηγητής της, ένας πρωτοστάτης στη μελέτη της ανθρώπινης γνωστικής ψυχολογίας. Ο Τζερόμ Σέιμουρ Μπρούνερ, που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την 1η Οκτωβρίου του 1915.
Σύμφωνα με τη ριζοσπαστική αυτή θεωρία, κάθε αντικείμενο μπορεί να διδαχθεί σε κάθε παιδί, σε οποιαδήποτε ηλικία, αρκεί να του προσφερθεί με μια μορφή κατάλληλη και αποτελεσματική. Η μάθηση συνδέεται με την ενεργό δράση των διδασκομένων που δεν παραμένουν απλοί δέκτες αλλά καθίστανται «επεξεργαστές πληροφοριών». Αναμφίβολα, η «απόπειρα» του μαθητή να μαθαίνει μόνος του, αυτόβουλα, κάνοντας χρήση των εσωτερικών του εμπειριών και δυνατοτήτων ανάγεται στην εποχή του Σωκράτη. Όμως, στη σύγχρονη εποχή, η προσπάθεια συστηματοποιήθηκε, οργανώθηκε και τεκμηριώθηκε, κυρίως μέσα από τις θέσεις του επιφανούς Αμερικανού εξελικτικού ψυχολόγου.
Όπως επισημαίνει ο Μπρούνερ, η φοίτηση στο σχολείο αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό εργαλείο του πολιτισμού, χάρη στο οποίο διευρύνονται οι διανοητικές δεξιότητες. Κατά συνέπεια, η εκπαίδευση τούτο πρέπει να επιδιώκει, κατά κύριο λόγο: την απόκτηση δεξιοτήτων από τους εκπαιδευόμενους.
Ο εκπαιδευτικός δεν πρέπει να παρέχει έτοιμες πληροφορίες στους μαθητές, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, το στάδιο ανάπτυξής τους, το γνωστικό τους υπόβαθρο και την πνευματική τους αξιοσύνη.
Οφείλει:
Οι μαθητές, αυτενεργοί, σε ρόλο μικρών εξερευνητών, αναπτύσσουν το γνωστικό τους οπλοστάσιο, μέσα από «ανακαλυπτικές» διαδικασίες – παρακολούθηση, ανάλυση, σύγκριση, πείραμα, δοκιμή, πρόβλεψη, επαλήθευση ή διάψευση – αντί της ανάγνωσης ή ακρόασης απλών περιγραφών.
Η σταδιακή ανακάλυψη των εσωτερικών δομών, αρχών και νόμων, που διέπουν ένα φαινόμενο, συντελεί στη βαθύτερη κατανόησή του, εδραιώνει στο νου των μαθητών τις νέες πληροφορίες και τους επιτρέπει να τις θυμούνται και να τις ανακαλούν ευχερώς.
Επιδρά, προπάντων, καθοριστικά στην επέκταση των διανοητικών τους ικανοτήτων και στην εξέλιξη της προσωπικότητάς τους, αυξάνοντας την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, ενισχύοντας τα εσωτερικά κίνητρα για μάθηση και διευκολύνοντας την ανάπτυξη θετικής αυτοαντίληψης και «γνωστικής στρατηγικής».
Η ιδέα της βαθμιαίας ανεύρεσης της γνώσης, μπορεί να αποτελέσει ένα ιδιαίτερα σημαντικό κίνητρο για το διδασκόμενο, τον οποίο ο εκπαιδευτικός μπορεί να βοηθήσει, να ενισχύσει, να προσανατολίσει και να καθοδηγήσει στη γνωστική του πορεία («καθοδηγούμενη ανακάλυψη»).
Στη θεωρία του Bruner στηρίζεται και η έννοια της σπειροειδούς διάταξης της ύλης, σύμφωνα με την οποία εισάγονται από νωρίς στο σχολείο θεμελιώδεις έννοιες από ποικίλες γνωστικές περιοχές και προοδευτικά, χρόνο με το χρόνο, το πρόγραμμα επανέρχεται σε αυτές, επανεξετάζοντάς τες κάθε φορά από μια διαφορετική σκοπιά, κατάλληλη για το νοητικό επίπεδο των μαθητών και, κυρίως, χρησιμοποιώντας τους κατάλληλους κάθε φορά τρόπους αναπαραστάσεων.
Σύμφωνα με τη θεωρία της ανακαλυπτικής μάθησης, ο διδάσκων έχει το ρόλο του εμψυχωτή, του διευκολυντή και του μέντορα στη διαδικασία της «ανακάλυψης». Ο μαθητής έρχεται αντιμέτωπος με προβλήματα και προσπαθεί να τα επιλύσει, με τον προσωπικό του ρυθμό και με βάση τις δικές του αποφάσεις και επιλογές.
Ο εκπαιδευτικός τον παρωθεί, τον υποστηρίζει, τον υπερασπίζεται και υπεραμύνεται της προσπάθειάς του.
Η μέθοδος Bruner αναγνωρίζει ότι, ορισμένοι μαθητές – παιδιά μειονοτήτων ή υποβαθμισμένων, κοινωνικά και πολιτιστικά, ομάδων πληθυσμού – κατέχουν κάποιο «κεφάλαιο γνώσης» που αγνοείται από τα παραδοσιακά προγράμματα σπουδών. Με την «ανακαλυπτική μάθηση» δίνεται η ευκαιρία «αξιοποίησης» της όποιας γνώσης και εμπειρίας αυτών των μαθητών, και η ανάδειξή της, ακόμη και σε συγκριτικό πλεονέκτημα. Έτσι, αυξάνει την αυτοεκτίμησή τους, που, συνήθως, κινείται σε χαμηλά επίπεδα.
Συνελόντι ειπείν:
εφόδιο απαραίτητο για τη μετέπειτα ζωή του. Παράλληλα, αποκτά γνωστικομεθοδολογικές ικανότητες διερεύνησης θεμάτων και διαχείρισης αβέβαιων και συγκρουσιακών καταστάσεων, αλλά και διασφαλίζει αυτονομία σκέψης και δράσης που είναι και το απώτερο ζητούμενο της εκπαίδευσης.
Επανερχόμενοι στη σύγχρονη ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι παραπάνω αρχές εφαρμόζονται στο Νέο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Σπουδών στο οποίο προβάλλονται η βιωματική μάθηση, η αυτενέργεια του μαθητή και ο καθοδηγητικός ρόλος του εκπαιδευτικού, η εργασία σε ομάδες και η αντιμετώπιση του μαθητή ως ολότητας.
Και στο σημείο αυτό δεν μπορούμε παρά να αποτίσουμε φόρο τιμής στους πρώτους διδάξαντες, στους Έλληνες παιδαγωγούς του 20ου αιώνα, εξέχουσες πνευματικές μορφές που αγωνίστηκαν για τη μόρφωση του λαού μας, διατυπώνοντας παιδαγωγικές προτάσεις ρηξικέλευθες για την εποχή τους που παραμένουν πάντα επίκαιρες και διαχρονικές.
Ας μου επιτραπεί μεταξύ αυτών να αναφερθώ:
Στον Αλέξανδρο Δελμούζο, έναν κατεξοχήν παιδαγωγό – με την κύρια και αυθεντική σημασία του όρου – που έσκυψε με πάθος πάνω στα προβλήματα της εκπαίδευσης και μόχθησε να της χαράξει ένα καινούριο δρόμο, που θα καταστήσει το σχολείο ζωντανό και αληθινό κέντρο ακτινοβολίας για το φωτισμό της χώρας και την ανόρθωση του λαού της.
Και στον παιδαγωγό Μιχάλη Παπαμαύρο, συνεργάτη του Δελμούζου στο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα του Μαρασλείου Διδασκαλείου. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, ήρθε σε επαφή με τις παιδαγωγικές αντιλήψεις ορισμένων βασικών εκπροσώπων του ανερχόμενου τότε κινήματος της Νέας Αγωγής, όπως του Γκεόργκ Κερσεστάινερ, της Μαρίας Μοντεσόρι, του Τζον Ντιούυ.
Ως υποδιευθυντής του Μαρασλείου Διδακτηρίου, συμμετείχε ενεργά στην εν γένει ανασυγκρότησή του ως «Σχολείου Εργασίας» με την εφαρμογή νέων μεθόδων και τεχνικών διδασκαλίας, ανταποκρινόμενων στις ανάγκες και τη φύση του παιδιού με στόχο τη μετατροπή του «σχολείου των λόγων» σε «σχολείο εργασίας». Οι μαθητές τίθενται στο κέντρο της μαθησιακής διαδικασίας, αυτενεργούν, έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν και να επιλέξουν πράγματα που τους ενδιαφέρουν, συνεργάζονται. Ο ρόλος του δασκάλου είναι βοηθητικός, συμβουλευτικός αφού παρεμβαίνει όταν χρειαστεί για να βοηθήσει τις παιδικές εργασίες να πάρουν το σωστό δρόμο, ενώ η παρέμβαση αυτή με τον καιρό ελαττώνεται.
Ο Μιχ. Παπαμαύρος έκανε, επίσης, λόγο για τη διαθεματική προσέγγιση της γνώσης ασκώντας κριτική στη συγκεντρωτική διδασκαλία, για την αναλυτικοσυνθετική μέθοδο που συμβάλλει στη συνειδητή κατανόηση του υλικού και προσφέρεται καλύτερα στην αντιληπτική ενέργεια των μαθητών, για την ομαδοσυνεργατική διδασκαλία, για το ρόλο του δασκάλου ως καθοδηγητή του έργου των παιδιών, για την αντιμετώπιση του μαθητή ως ισότιμου παράγοντα στο έργο της αγωγής.
Κλείνοντας την εισήγησή μου δεν μπορώ παρά να επισημάνω ότι οι βασικές αρχές της ανακαλυπτικής – διερευνητικής μάθησης διέπουν την προσπάθεια για το Νέο Σχολείο.
Ένα σχολείο προσαρμοσμένο στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής.
Ένα σχολείο που προτάσσει το μαθητή.
Ένα σχολείο που αμβλύνει τις κοινωνικές, οικονομικές, μορφωτικές, θρησκευτικές ή πολιτισμικές ανισότητες.
Ένα σχολείο που θέτει ως στόχο την παροχή στους νέους των εφοδίων εκείνων που θα καταστούν οι αυριανές ευκαιρίες τους για κοινωνική πρόοδο και επιτυχία.
Ένα σχολείο με νέα αναλυτικά προγράμματα, νέες διδακτικές μεθόδους, καινοτόμες δράσεις και σύγχρονα ψηφιακά εκπαιδευτικά μέσα.
Ένα σχολείο προσανατολισμένο στην προώθηση της δια βίου μάθησης, στη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης, στην προαγωγή της κοινωνικής συνοχής και της ενεργού συμμετοχής στα κοινά, στην ενίσχυση της καινοτομίας, της δημιουργικότητας και του επιχειρηματικού πνεύματος.
Στο Νέο Σχολείο, προωθείται η εξατομίκευση της διδασκαλίας ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε μαθητή και η ενεργητική συμμετοχή του στις δραστηριότητες μάθησης αντί της παθητικής παρακολούθησης. Ο μαθητής εξελίσσεται σε «μικρό διανοούμενο», «μικρό επιστήμονα», «μικρό ερευνητή», γίνεται «γλωσσομαθής» και κυρίως «μαθαίνει πώς να μαθαίνει» διαμορφούμενος σε συνειδητό Έλληνα Πολίτη – Πολίτη του κόσμου. Προωθούνται μαθητοκεντρικές διδακτικές προσεγγίσεις που αναγνωρίζουν τη μοναδικότητα του κάθε μαθητή και μαθήτριας καθώς και της κάθε σχολικής τάξης.
Κύρια χαρακτηριστικά των νέων παιδαγωγικών τεχνικών που απαιτούνται είναι το πιο ευέλικτο μαθησιακό περιβάλλον, η βιωματική μάθηση, η ενεργητικότερη συμμετοχή των μαθητών στις δραστηριότητες και στο σχεδιασμό της προσωπικής τους μάθησης, η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και η μεγαλύτερη εξατομίκευση της διδασκαλίας. Βασικές διδακτικές προσεγγίσεις οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά περίπτωση και σε συνδυασμό μεταξύ τους είναι:
- η διαθεματική προσέγγιση
- τα σχέδια εργασίας
- η διδασκαλία σε ομάδες
- η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα σχολείο δημιουργικής μάθησης, ανοικτό, καινοτόμο, δημοκρατικό.
Κυρίες και κύριοι,
Ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό όραμα, ανταποκρινόμενο στα κελεύσματα των καιρών, οφείλει να έχει ως επίκεντρο των επιδιώξεών του ένα περισσότερο «ανθρώπινο σχολείο». Διδάσκοντες και διδασκόμενοι θα «είναι συνοδοιπόροι» στην κοινή πορεία τους προς τη γνώση. Έτσι διασφαλίζονται τα εχέγγυα για τη διαμόρφωση υγιών, ενεργών και δημοκρατικών πολιτών.